εξακτινώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ksa.ktiˈno.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξα‐κτι‐νώ‐νω
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐α‐κτι‐νώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαεξακτινώνω, αόρ.: εξακτίνωσα, παθ.φωνή: εξακτινώνομαι, π.αόρ.: εξακτινώθηκα, μτχ.π.π.: εξακτινωμένος
Συγγενικά
επεξεργασία- εξακτίνωση
- → δείτε τις λέξεις εξ και ακτίνα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξακτινώνω | εξακτίνωνα | θα εξακτινώνω | να εξακτινώνω | εξακτινώνοντας | |
β' ενικ. | εξακτινώνεις | εξακτίνωνες | θα εξακτινώνεις | να εξακτινώνεις | εξακτίνωνε | |
γ' ενικ. | εξακτινώνει | εξακτίνωνε | θα εξακτινώνει | να εξακτινώνει | ||
α' πληθ. | εξακτινώνουμε | εξακτινώναμε | θα εξακτινώνουμε | να εξακτινώνουμε | ||
β' πληθ. | εξακτινώνετε | εξακτινώνατε | θα εξακτινώνετε | να εξακτινώνετε | εξακτινώνετε | |
γ' πληθ. | εξακτινώνουν(ε) | εξακτίνωναν εξακτινώναν(ε) |
θα εξακτινώνουν(ε) | να εξακτινώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξακτίνωσα | θα εξακτινώσω | να εξακτινώσω | εξακτινώσει | ||
β' ενικ. | εξακτίνωσες | θα εξακτινώσεις | να εξακτινώσεις | εξακτίνωσε | ||
γ' ενικ. | εξακτίνωσε | θα εξακτινώσει | να εξακτινώσει | |||
α' πληθ. | εξακτινώσαμε | θα εξακτινώσουμε | να εξακτινώσουμε | |||
β' πληθ. | εξακτινώσατε | θα εξακτινώσετε | να εξακτινώσετε | εξακτινώστε | ||
γ' πληθ. | εξακτίνωσαν εξακτινώσαν(ε) |
θα εξακτινώσουν(ε) | να εξακτινώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξακτινώσει | είχα εξακτινώσει | θα έχω εξακτινώσει | να έχω εξακτινώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξακτινώσει | είχες εξακτινώσει | θα έχεις εξακτινώσει | να έχεις εξακτινώσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξακτινώσει | είχε εξακτινώσει | θα έχει εξακτινώσει | να έχει εξακτινώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξακτινώσει | είχαμε εξακτινώσει | θα έχουμε εξακτινώσει | να έχουμε εξακτινώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξακτινώσει | είχατε εξακτινώσει | θα έχετε εξακτινώσει | να έχετε εξακτινώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξακτινώσει | είχαν εξακτινώσει | θα έχουν εξακτινώσει | να έχουν εξακτινώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξακτινώνομαι | εξακτινωνόμουν(α) | θα εξακτινώνομαι | να εξακτινώνομαι | ||
β' ενικ. | εξακτινώνεσαι | εξακτινωνόσουν(α) | θα εξακτινώνεσαι | να εξακτινώνεσαι | ||
γ' ενικ. | εξακτινώνεται | εξακτινωνόταν(ε) | θα εξακτινώνεται | να εξακτινώνεται | ||
α' πληθ. | εξακτινωνόμαστε | εξακτινωνόμαστε εξακτινωνόμασταν |
θα εξακτινωνόμαστε | να εξακτινωνόμαστε | ||
β' πληθ. | εξακτινώνεστε | εξακτινωνόσαστε εξακτινωνόσασταν |
θα εξακτινώνεστε | να εξακτινώνεστε | (εξακτινώνεστε) | |
γ' πληθ. | εξακτινώνονται | εξακτινώνονταν εξακτινωνόντουσαν |
θα εξακτινώνονται | να εξακτινώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξακτινώθηκα | θα εξακτινωθώ | να εξακτινωθώ | εξακτινωθεί | ||
β' ενικ. | εξακτινώθηκες | θα εξακτινωθείς | να εξακτινωθείς | εξακτινώσου | ||
γ' ενικ. | εξακτινώθηκε | θα εξακτινωθεί | να εξακτινωθεί | |||
α' πληθ. | εξακτινωθήκαμε | θα εξακτινωθούμε | να εξακτινωθούμε | |||
β' πληθ. | εξακτινωθήκατε | θα εξακτινωθείτε | να εξακτινωθείτε | εξακτινωθείτε | ||
γ' πληθ. | εξακτινώθηκαν εξακτινωθήκαν(ε) |
θα εξακτινωθούν(ε) | να εξακτινωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εξακτινωθεί | είχα εξακτινωθεί | θα έχω εξακτινωθεί | να έχω εξακτινωθεί | εξακτινωμένος | |
β' ενικ. | έχεις εξακτινωθεί | είχες εξακτινωθεί | θα έχεις εξακτινωθεί | να έχεις εξακτινωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εξακτινωθεί | είχε εξακτινωθεί | θα έχει εξακτινωθεί | να έχει εξακτινωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εξακτινωθεί | είχαμε εξακτινωθεί | θα έχουμε εξακτινωθεί | να έχουμε εξακτινωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εξακτινωθεί | είχατε εξακτινωθεί | θα έχετε εξακτινωθεί | να έχετε εξακτινωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εξακτινωθεί | είχαν εξακτινωθεί | θα έχουν εξακτινωθεί | να έχουν εξακτινωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εξακτινωμένος - είμαστε, είστε, είναι εξακτινωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εξακτινωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εξακτινωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εξακτινωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εξακτινωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εξακτινωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εξακτινωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξακτινώνω
|
Πηγές
επεξεργασία- εξακτινώνω — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)