εξακτίνωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξακτίνωση | οι | εξακτινώσεις |
γενική | της | εξακτίνωσης* | των | εξακτινώσεων |
αιτιατική | την | εξακτίνωση | τις | εξακτινώσεις |
κλητική | εξακτίνωση | εξακτινώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξακτινώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εξακτίνωση < εξακτινώνω + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεξακτίνωση θηλυκό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξακτινώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξακτίνωση
|