Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αεροδιαστημικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αεροδιαστημικ
ός
η
αεροδιαστημικ
ή
το
αεροδιαστημικ
ό
γενική
του
αεροδιαστημικ
ού
της
αεροδιαστημικ
ής
του
αεροδιαστημικ
ού
αιτιατική
τον
αεροδιαστημικ
ό
την
αεροδιαστημικ
ή
το
αεροδιαστημικ
ό
κλητική
αεροδιαστημικ
έ
αεροδιαστημικ
ή
αεροδιαστημικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αεροδιαστημικ
οί
οι
αεροδιαστημικ
ές
τα
αεροδιαστημικ
ά
γενική
των
αεροδιαστημικ
ών
των
αεροδιαστημικ
ών
των
αεροδιαστημικ
ών
αιτιατική
τους
αεροδιαστημικ
ούς
τις
αεροδιαστημικ
ές
τα
αεροδιαστημικ
ά
κλητική
αεροδιαστημικ
οί
αεροδιαστημικ
ές
αεροδιαστημικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αεροδιαστημικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
αεροδιαστημικός, -ή, -ό
(
αεροπορικός όρος
): σχετικός με την
ατμόσφαιρα
και το κοσμικό
διάστημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αεροδιαστημικός
αγγλικά
:
aerospace
(en)
γαλλικά
:
aérospatial
(fr)