espace
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
espace | espaces |
espace (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
espace | espaces |
espace (fr) θηλυκό
- (στην τυπογραφία) μεταλλικό εξάρτημα που χρησιμεύει για να εμφανίζει ένα κενό μεταξύ των λέξεων
- το κενό μεταξύ δύο λέξεων (ή και γραμμάτων)