ενεστώτας lend
γ΄ ενικό ενεστώτα lends
αόριστος lent
παθητική μετοχή lent
ενεργητική μετοχή lending
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

lend (en)

  • δανείζω
    ⮡  Whenever I need it, he lends it to me.
    Όποτε κι αν το χρειαστώ, μου το δανείζει.

Δείτε επίσης

επεξεργασία