borrow
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | borrow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | borrows |
αόριστος | borrowed |
παθητική μετοχή | borrowed |
ενεργητική μετοχή | borrowing |
Ρήμα
επεξεργασίαborrow (en)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- lend (δανείζω)
ενεστώτας | borrow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | borrows |
αόριστος | borrowed |
παθητική μετοχή | borrowed |
ενεργητική μετοχή | borrowing |
borrow (en)