δανείζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðaˈni.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δα‐νεί‐ζο‐μαι
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαδανείζομαι, π.αόρ.: δανείστηκα, μτχ.π.π.: δανεισμένος
- παθητική φωνή του ρήματος δανείζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδανείζομαι
- μεσοπαθητική φωνή του ρήματος δανείζω