Ετυμολογία

επεξεργασία
καθαρός δανεισμός < → δείτε τις λέξεις καθαρός και δανεισμός, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική net debt

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

καθαρός δανεισμός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία