Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθαρός δανεισμός < → δείτε τις λέξεις καθαρός και δανεισμός, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική net debt

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

καθαρός δανεισμός

  Μεταφράσεις επεξεργασία