ταμειακά ισοδύναμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταμειακά ισοδύναμα < → δείτε τις λέξεις ταμειακός και ισοδύναμος
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
ταμειακά ισοδύναμα (συνήθως στον πληθυντικό)
- (λογιστική) οι επενδύσεις μιας οικονομικής μονάδας που μπορούν σε σύντομο χρονικό διάστημα να μετατραπούν σε ταμειακά διαθέσιμα (ρευστοποιηθούν) χωρίς να μεταβληθεί σημαντικά η αξία τους [1]
Υπερώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταμειακά ισοδύναμα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Σταθόπουλος Ευάγγελος (Διπλωματική Εργασία, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας) Δ.Λ.Π. 7 και Ταμειακές ροές. Πρόσβαση 2021-08-11.