ταμειακά διαθέσιμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ταμειακά διαθέσιμα < → δείτε τις λέξεις ταμειακός και διαθέσιμος
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
ταμειακά διαθέσιμα (συνήθως στον πληθυντικό)
- (λογιστική) τα μετρητά και οι τραπεζικές καταθέσεις μιας οικονομικής μονάδας που μπορούν να χρησιμοποιηθούν άμεσα