Ετυμολογία

επεξεργασία
ταμειακά διαθέσιμα < → δείτε τις λέξεις ταμειακός και διαθέσιμος

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

ταμειακά διαθέσιμα (συνήθως στον πληθυντικό)

Υπερώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία