ενικός         πληθυντικός  
calque calques

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

calque (fr) αρσενικό

  1. πιστό αντίγραφο ενός σχεδίου, με ξεπατίκωμα
  2. (συνεκδοχικά) το λαδόχαρτο / ριζόχαρτο / τσιγαρόχαρτο
  3. μεταφραστικό δάνειο

Συγγενικά

επεξεργασία