calque
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
calque | calques |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcalque (fr) αρσενικό
- πιστό αντίγραφο ενός σχεδίου, με ξεπατίκωμα
- (συνεκδοχικά) το λαδόχαρτο / ριζόχαρτο / τσιγαρόχαρτο
- μεταφραστικό δάνειο
ενικός | πληθυντικός |
calque | calques |
calque (fr) αρσενικό