Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λαδόχαρτο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
λαδόχαρτ
ο
τα
λαδόχαρτ
α
γενική
του
λαδόχαρτ
ου
των
λαδόχαρτ
ων
αιτιατική
το
λαδόχαρτ
ο
τα
λαδόχαρτ
α
κλητική
λαδόχαρτ
ο
λαδόχαρτ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένα φύλλο
λαδόχαρτο
.
Ετυμολογία
επεξεργασία
λαδόχαρτο
<
λάδι
+
χαρτί
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λαδόχαρτο
ουδέτερο
λαδόκολλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λαδόχαρτο
αγγλικά
:
greaseproof paper
(en)