λαδόκολλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λαδόκολλα | οι | λαδόκολλες |
γενική | της | λαδόκολλας | — | |
αιτιατική | τη | λαδόκολλα | τις | λαδόκολλες |
κλητική | λαδόκολλα | λαδόκολλες | ||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλαδόκολλα θηλυκό
- το αδιάβροχο χαρτί εμποτισμένο με λιπαρή ουσία, με το οποίο τυλίγουμε κρεατικά και ψάρια για να τα ψήσουμε χωρίς να χάσουν τους χυμούς τους ή το στρώνουμε στα ταψιά για να μην κολλήσουν τα γλυκίσματα στο ψήσιμο