décalquage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /de.kal.kaːʒ/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
décalquage | décalquages |
décalquage (fr) αρσενικό
- η αντιγραφή, το ξεπατήκωμα ενός σχεδίου
ενικός | πληθυντικός |
décalquage | décalquages |
décalquage (fr) αρσενικό