Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωθυπουργεύω < πρωθυπουργός + -εύω

πρωθυπουργεύω

  1. (πολιτική) είμαι πρωθυπουργός και εκτελώ τα σχετικά καθήκοντα
  2. (πολιτική) είμαι αναπληρωτής του πρωθυπουργού, όταν λείπει

  Μεταφράσεις

επεξεργασία