Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωθυπουργεύω < πρωθυπουργός + -εύω

  Ρήμα επεξεργασία

πρωθυπουργεύω

  1. (πολιτική) είμαι πρωθυπουργός και εκτελώ τα σχετικά καθήκοντα
  2. (πολιτική) είμαι αναπληρωτής του πρωθυπουργού, όταν λείπει

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία