Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ĉefministro < ĉef(o) + ministro

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική ĉefministro ĉefministroj
αιτιατική ĉefministron ĉefministrojn

ĉefministro (eo)

la ĉefministro anoncis sian rezignon
ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε την παραίτησή του