↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωθυπουργοκεντρικός η πρωθυπουργοκεντρική το πρωθυπουργοκεντρικό
      γενική του πρωθυπουργοκεντρικού της πρωθυπουργοκεντρικής του πρωθυπουργοκεντρικού
    αιτιατική τον πρωθυπουργοκεντρικό την πρωθυπουργοκεντρική το πρωθυπουργοκεντρικό
     κλητική πρωθυπουργοκεντρικέ πρωθυπουργοκεντρική πρωθυπουργοκεντρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωθυπουργοκεντρικοί οι πρωθυπουργοκεντρικές τα πρωθυπουργοκεντρικά
      γενική των πρωθυπουργοκεντρικών των πρωθυπουργοκεντρικών των πρωθυπουργοκεντρικών
    αιτιατική τους πρωθυπουργοκεντρικούς τις πρωθυπουργοκεντρικές τα πρωθυπουργοκεντρικά
     κλητική πρωθυπουργοκεντρικοί πρωθυπουργοκεντρικές πρωθυπουργοκεντρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωθυπουργοκεντρικός < πρωθυπουργ(ός) + -ο- + κεντρικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾo.θi.pur.ɣo.cen.dɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρω‐θυ‐που‐γο‐κε‐ντρι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

πρωθυπουργοκεντρικός, -ή, -ό

  • (νομικός όρος, πολιτική) σύστημα διακυβέρνησης καθορισμένο από το σύνταγμα που δίνει τις περισσότερες εξουσίες στον πρωθυπουργό σε αντιδιαστολή με συστήματα που τις δίνουν στον πρόεδρο
    ⮡  πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα σε αντίθεση με το προεδρικό σύστημα
    ※  Ενώ όμως έπρεπε, παρακολουθώντας τις εξελίξεις στη μεταπολεμική Ευρώπη, να ενισχύονται το πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα διακυβέρνησης και παράλληλα οι θεσμικές εγγυήσεις των συνταγματικών ελευθεριών, η κριτική στράφηκε από τα ρυθμιστικά αντίβαρα του ΠτΔ στα δικαστικά αντίβαρα. (Γ. Τασόπουλος, Τα θεσμικά αντίβαρα της εξουσίας και η αναθεώρηση του Συντάγματος, 2007 [1])


  Μεταφράσεις

επεξεργασία