πρωθυπουργοπροεδρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρωθυπουργοπροεδρικός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική premier-presidential. Μορφολογικά αναλύεται σε πρωθυπουργ(ός) + -ο- + προεδρικός
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπρωθυπουργοπροεδρικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός, σπάνιο, πολιτική) που συνδυάζει τις αρμοδιότητες του πρωθυπουργού και του προέδρου ενός κράτους
- ※ […] ενδεχόμενη υιοθέτηση ενός συστήματος θεσμών που θα οδηγούσαν ή έστω θα θα πλησίαζαν στο «ερμαφρόδιτο» και πάντα προβληματικό «ημιπροεδρικό» (ή «πρωθυπουργοπροεδρικό») σύστημα, το οποίο ουσιαστικά συνδυάζει –τουλάχιστον ενδέχεται να συνδυάσει– τα αρνητικά και των δύο «καθαρών» εκδοχών του δημοκρατικού πολιτεύματος.
- Θανάσης Διαμαντόπουλος, Το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ. Ένας ιδιόρρυθμος δικομματισμός (Αθήνα: Πατάκης, 2015, ISBN 960-16-4625-6).
- ※ […] ενδεχόμενη υιοθέτηση ενός συστήματος θεσμών που θα οδηγούσαν ή έστω θα θα πλησίαζαν στο «ερμαφρόδιτο» και πάντα προβληματικό «ημιπροεδρικό» (ή «πρωθυπουργοπροεδρικό») σύστημα, το οποίο ουσιαστικά συνδυάζει –τουλάχιστον ενδέχεται να συνδυάσει– τα αρνητικά και των δύο «καθαρών» εκδοχών του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρωθυπουργοπροεδρικός