Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημιπροεδρικός η ημιπροεδρική το ημιπροεδρικό
      γενική του ημιπροεδρικού της ημιπροεδρικής του ημιπροεδρικού
    αιτιατική τον ημιπροεδρικό την ημιπροεδρική το ημιπροεδρικό
     κλητική ημιπροεδρικέ ημιπροεδρική ημιπροεδρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημιπροεδρικοί οι ημιπροεδρικές τα ημιπροεδρικά
      γενική των ημιπροεδρικών των ημιπροεδρικών των ημιπροεδρικών
    αιτιατική τους ημιπροεδρικούς τις ημιπροεδρικές τα ημιπροεδρικά
     κλητική ημιπροεδρικοί ημιπροεδρικές ημιπροεδρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ημιπροεδρικός < ημι- + προεδρικός, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική semi-présidentiel, ενδεχομένως μέσω της αγγλικής γλώσσας

  Επίθετο επεξεργασία

ημιπροεδρικός

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία