ημιπροεδρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ημιπροεδρικός < ημι- + προεδρικός, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική semi-présidentiel, ενδεχομένως μέσω της αγγλικής γλώσσας
Επίθετο επεξεργασία
ημιπροεδρικός
- (πολιτική) που αφορά το πολίτευμα ενός κράτους όπου στο σύστημα διακυβέρνησης συνυπάρχουν οι εκτελεστικές αρμοδιότητες του προέδρου της δημοκρατίας με εκείνες του πρωθυπουργού και του κοινοβουλίου, που είναι υπεύθυνοι για τη θέσπιση των νόμων
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ημιπροεδρικός