Δείτε επίσης: υπουργός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑπουργός < συνηρημένη μορφή του ὑποεργός < ὑπό + ἔργον

  Επίθετο επεξεργασία

ὑπουργός, -ός, -όν

  1. που προσφέρει υπηρεσία, που συμβάλλει στο να γίνει κάτι
  2. (ως ουσιαστικό) βοηθός, υπηρέτης