πρωτόζωο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πρωτόζωο | τα | πρωτόζωα |
γενική | του | πρωτόζωου | των | πρωτόζωων |
αιτιατική | το | πρωτόζωο | τα | πρωτόζωα |
κλητική | πρωτόζωο | πρωτόζωα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπρωτόζωο ουδέτερο
- (βιολογία) μέρος από το υποσύνολο των μονοκύτταρων ευκαρυωτικών οργανισμών από το φύλο (συνομοταξία) Πρωτόζωα