πρωτοετής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πρωτοετής | η | πρωτοετής | το | πρωτοετές |
γενική | του | πρωτοετούς* | της | πρωτοετούς | του | πρωτοετούς |
αιτιατική | τον | πρωτοετή | την | πρωτοετή | το | πρωτοετές |
κλητική | πρωτοετή(ς) | πρωτοετής | πρωτοετές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πρωτοετείς | οι | πρωτοετείς | τα | πρωτοετή |
γενική | των | πρωτοετών | των | πρωτοετών | των | πρωτοετών |
αιτιατική | τους | πρωτοετείς | τις | πρωτοετείς | τα | πρωτοετή |
κλητική | πρωτοετείς | πρωτοετείς | πρωτοετή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπρωτοετής, -ής, -ές
- (εκπαίδευση) που σχετίζεται με το πρώτο έτος φοίτησης σε μια σχολή
- (ουσιαστικοποιημένο) φοιτητής ή φοιτήτρια που βρίσκονται στο πρώτο έτος της φοίτησης τους