Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτοετής η πρωτοετής το πρωτοετές
      γενική του πρωτοετούς της πρωτοετούς του πρωτοετούς
    αιτιατική τον πρωτοετή την πρωτοετή το πρωτοετές
     κλητική πρωτοετή(ς) πρωτοετής πρωτοετές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτοετείς οι πρωτοετείς τα πρωτοετή
      γενική των πρωτοετών των πρωτοετών των πρωτοετών
    αιτιατική τους πρωτοετείς τις πρωτοετείς τα πρωτοετή
     κλητική πρωτοετείς πρωτοετείς πρωτοετή
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πρωτοετής < πρωτο- + -ετής

  Επίθετο Επεξεργασία

πρωτοετής, -ής, -ές

  1. (εκπαίδευση) που σχετίζεται με το πρώτο έτος φοίτησης σε μια σχολή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) φοιτητής ή φοιτήτρια που βρίσκονται στο πρώτο έτος της φοίτησης τους

  Μεταφράσεις Επεξεργασία