↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτοετής η πρωτοετής το πρωτοετές
      γενική του πρωτοετούς* της πρωτοετούς του πρωτοετούς
    αιτιατική τον πρωτοετή την πρωτοετή το πρωτοετές
     κλητική πρωτοετή(ς) πρωτοετής πρωτοετές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτοετείς οι πρωτοετείς τα πρωτοετή
      γενική των πρωτοετών των πρωτοετών των πρωτοετών
    αιτιατική τους πρωτοετείς τις πρωτοετείς τα πρωτοετή
     κλητική πρωτοετείς πρωτοετείς πρωτοετή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωτοετής < πρωτο- + -ετής

  Επίθετο

επεξεργασία

πρωτοετής, -ής, -ές

  1. (εκπαίδευση) που σχετίζεται με το πρώτο έτος φοίτησης σε μια σχολή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) φοιτητής ή φοιτήτρια που βρίσκονται στο πρώτο έτος της φοίτησης τους

  Μεταφράσεις

επεξεργασία