Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτομινωικός η πρωτομινωική το πρωτομινωικό
      γενική του πρωτομινωικού της πρωτομινωικής του πρωτομινωικού
    αιτιατική τον πρωτομινωικό την πρωτομινωική το πρωτομινωικό
     κλητική πρωτομινωικέ πρωτομινωική πρωτομινωικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτομινωικοί οι πρωτομινωικές τα πρωτομινωικά
      γενική των πρωτομινωικών των πρωτομινωικών των πρωτομινωικών
    αιτιατική τους πρωτομινωικούς τις πρωτομινωικές τα πρωτομινωικά
     κλητική πρωτομινωικοί πρωτομινωικές πρωτομινωικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωτομινωικός < πρωτο- + μινωικός

  Επίθετο επεξεργασία

πρωτομινωικός

  • από την πρωτομινωική εποχή, περίπου 3200/3000-2000 π.Χ. στην Κρήτη

  Μεταφράσεις επεξεργασία