ατέντωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈten.do.tos/
Επίθετο επεξεργασία
ατέντωτος, -η, -ο
- ο μη τεντωμένος, που δεν τεντώθηκε ή δεν τεντώνεται, χαλαρός
- το καλοκαίρι, εξαιτίας της διαστολής των σωμάτων από τη ζέστη, τα καλώδια στους πυλώνες είναι ατέντωτα
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ατέντωτος
|