τεντώνομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τεντώνομαι: παθητική φωνή του ρήματος τεντώνω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tenˈdo.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐ντώ‐νο‐μαι
Ρήμα επεξεργασία
τεντώνομαι, πρτ.: τεντωνόμουν, στ.μέλλ.: θα τεντωθώ, αόρ.: τεντώθηκα, μτχ.π.π.: τεντωμένος, (ενεργ.: τεντώνω)
- με τεντώνουν → δείτε τη λέξη τεντώνω
- τεντώνω τα άκρα μου (π.χ. για να ξεμουδιάσω)
- ※ Τεντώθηκα για να μου φύγει το μούδιασμα. (⌘ Στρατής Τσίρκας, Ακυβέρνητες πολιτείες - Αριάγνη, 1962 [μυθιστόρημα])
- ≈ συνώνυμα: αποταυρίζομαι
Κλίση επεξεργασία
- → δείτε την κλίση στο τεντώνω