τεντωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τεντωτός | η | τεντωτή | το | τεντωτό |
γενική | του | τεντωτού | της | τεντωτής | του | τεντωτού |
αιτιατική | τον | τεντωτό | την | τεντωτή | το | τεντωτό |
κλητική | τεντωτέ | τεντωτή | τεντωτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τεντωτοί | οι | τεντωτές | τα | τεντωτά |
γενική | των | τεντωτών | των | τεντωτών | των | τεντωτών |
αιτιατική | τους | τεντωτούς | τις | τεντωτές | τα | τεντωτά |
κλητική | τεντωτοί | τεντωτές | τεντωτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ten.doˈtos/
Επίθετο
επεξεργασίατεντωτός
- που μπορεί να τεντωθεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τεντωτός
|