Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ καταφύγιον τὰ καταφύγι
      γενική τοῦ καταφυγίου τῶν καταφυγίων
      δοτική τῷ καταφυγί τοῖς καταφυγίοις
    αιτιατική τὸ καταφύγιον τὰ καταφύγι
     κλητική ! καταφύγιον καταφύγι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταφυγίω
γεν-δοτ τοῖν  καταφυγίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταφύγιον < καταφυγ(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ιον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καταφύγιον [κᾰτᾰφῠγ] ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία