↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πόδισμα τα ποδίσματα
      γενική του ποδίσματος των ποδισμάτων
    αιτιατική το πόδισμα τα ποδίσματα
     κλητική πόδισμα ποδίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πόδισμα < ποδίζω + -μα < μεσαιωνική ελληνική ποδίζω[1] [2] < αρχαία ελληνική πούς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πόδισμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. ποδίζωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. ποδίζω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)