ποδικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ποδικός | η | ποδική | το | ποδικό |
γενική | του | ποδικού | της | ποδικής | του | ποδικού |
αιτιατική | τον | ποδικό | την | ποδική | το | ποδικό |
κλητική | ποδικέ | ποδική | ποδικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ποδικοί | οι | ποδικές | τα | ποδικά |
γενική | των | ποδικών | των | ποδικών | των | ποδικών |
αιτιατική | τους | ποδικούς | τις | ποδικές | τα | ποδικά |
κλητική | ποδικοί | ποδικές | ποδικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ποδικός < ελληνιστική κοινή ποδικός < αρχαία ελληνική πούς
Επίθετο
επεξεργασίαποδικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ποδικός
|
Πηγές
επεξεργασία- ποδικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ποδικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.