Ετυμολογία

επεξεργασία
τετραποδητί < ελληνιστική κοινή τετραποδητί[1] < αρχαία ελληνική τετράπους < τέσσαρες + πούς

  Επίρρημα

επεξεργασία

τετραποδητί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. τετραποδητί - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.