γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ποδιαῖος ποδιαί τὸ ποδιαῖον
      γενική τοῦ ποδιαίου τῆς ποδιαίᾱς τοῦ ποδιαίου
      δοτική τῷ ποδιαί τῇ ποδιαί τῷ ποδιαί
    αιτιατική τὸν ποδιαῖον τὴν ποδιαίᾱν τὸ ποδιαῖον
     κλητική ! ποδιαῖε ποδιαί ποδιαῖον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ποδιαῖοι αἱ ποδιαῖαι τὰ ποδιαῖ
      γενική τῶν ποδιαίων τῶν ποδιαίων τῶν ποδιαίων
      δοτική τοῖς ποδιαίοις ταῖς ποδιαίαις τοῖς ποδιαίοις
    αιτιατική τοὺς ποδιαίους τὰς ποδιαίᾱς τὰ ποδιαῖ
     κλητική ! ποδιαῖοι ποδιαῖαι ποδιαῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ποδιαίω τὼ ποδιαί τὼ ποδιαίω
      γεν-δοτ τοῖν ποδιαίοιν τοῖν ποδιαίαιν τοῖν ποδιαίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ποδιαῖος < πούς

  Επίθετο

επεξεργασία

ποδιαῖος, -α, -ον

  1. που έχει μήκοςπλάτος ή ύψος )ενός ποδός
  2. ναυτικός χειρισμός του ιστίου από τους πόδες

Άλλες μορφές

επεξεργασία