τετραποδισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- τετραποδισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίατετραποδισμός αρσενικό
- βάδισμα σε τέσσερα άκρα
- (μεταφορικά) η ζωώδης συμπεριφορά ανθρώπου
Μεταφράσεις
επεξεργασία τετραποδισμός
|