Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τετραποδισμός οι τετραποδισμοί
      γενική του τετραποδισμού των τετραποδισμών
    αιτιατική τον τετραποδισμό τους τετραποδισμούς
     κλητική τετραποδισμέ τετραποδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετραποδισμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τετραποδισμός αρσενικό

  1. βάδισμα σε τέσσερα άκρα
  2. (μεταφορικά) η ζωώδης συμπεριφορά ανθρώπου

  Μεταφράσεις επεξεργασία