πηδόν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πηδόν | τὰ | πηδᾰ́ |
γενική | τοῦ | πηδοῦ | τῶν | πηδῶν |
δοτική | τῷ | πηδῷ | τοῖς | πηδοῖς |
αιτιατική | τὸ | πηδόν | τὰ | πηδᾰ́ |
κλητική ὦ! | πηδόν | πηδᾰ́ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πηδώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πηδοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πηδόν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pṓds
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπηδόν ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) το πλατύ μέρος του κουπιού
- (κατ’ επέκταση) το κουπί
- (πληθυντικός) πηδά: πηδάλια
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πηδόν - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πηδόν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.