Δείτε επίσης: πήδος, πηδός
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πῆδος οἱ πῆδοι
      γενική τοῦ πήδου τῶν πήδων
      δοτική τῷ πήδ τοῖς πήδοις
    αιτιατική τὸν πῆδον τοὺς πήδους
     κλητική ! πῆδε πῆδοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πήδω
γεν-δοτ τοῖν  πήδοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πῆδος < → δείτε τη λέξη πηδόν πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pṓds

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πῆδος αρσενικό ή θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  • άλλη μορφή του πηδόν στον Ησύχιο
    Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Π
    <πῆδον> πηδάλιον
    <πῆδος>τὸ πλατὺ τῆς κώπης, ἀπὸ τοῦ <παίειν>. οἱ δὲ <πήδινον> εἶναι <ξύλον> εὔθετον πρὸς τὴν τῆς κώπης κατασκευήν. γράφουσι δὲ καὶ ἐν ἐκείνῳ· μέγα δ' ἔβραχε πήδινος [τε] καὶ ἡ ἀγρία ἄμπελος

Άλλες μορφές

επεξεργασία