πῆδος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πῆδος | οἱ | πῆδοι | ||||
γενική | τοῦ | πήδου | τῶν | πήδων | ||||
δοτική | τῷ | πήδῳ | τοῖς | πήδοις | ||||
αιτιατική | τὸν | πῆδον | τοὺς | πήδους | ||||
κλητική ὦ! | πῆδε | πῆδοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πήδω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πήδοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πῆδος < → δείτε τη λέξη πηδόν πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pṓds
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπῆδος αρσενικό ή θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- άλλη μορφή του πηδόν στον Ησύχιο
- ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Π
- <πῆδον> πηδάλιον
- <πῆδος>τὸ πλατὺ τῆς κώπης, ἀπὸ τοῦ <παίειν>. οἱ δὲ <πήδινον> εἶναι <ξύλον> εὔθετον πρὸς τὴν τῆς κώπης κατασκευήν. γράφουσι δὲ καὶ ἐν ἐκείνῳ· μέγα δ' ἔβραχε πήδινος [τε] καὶ ἡ ἀγρία ἄμπελος
- ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Π
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πῆδος, πηδόν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.