Δείτε επίσης: ανυπόδητος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀνυπόδητος τὸ ἀνυπόδητον
      γενική τοῦ/τῆς ἀνυποδήτου τοῦ ἀνυποδήτου
      δοτική τῷ/τῇ ἀνυποδήτ τῷ ἀνυποδήτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀνυπόδητον τὸ ἀνυπόδητον
     κλητική ! ἀνυπόδητε ἀνυπόδητον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀνυπόδητοι τὰ ἀνυπόδητ
      γενική τῶν ἀνυποδήτων τῶν ἀνυποδήτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀνυποδήτοις τοῖς ἀνυποδήτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀνυποδήτους τὰ ἀνυπόδητ
     κλητική ! ἀνυπόδητοι ἀνυπόδητ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀνυποδήτω τὼ ἀνυποδήτω
      γεν-δοτ τοῖν ἀνυποδήτοιν τοῖν ἀνυποδήτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀνυπόδητος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ἀνυπόδητος, -ος, -ον

  1. ξυπόλυτος, ανυπόδητος
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Συμπόσιον, 203d (203c-203d)
    ἅτε οὖν Πόρου καὶ Πενίας ὑὸς ὢν ὁ Ἔρως ἐν τοιαύτῃ τύχῃ καθέστηκεν. πρῶτον μὲν πένης ἀεί ἐστι, καὶ πολλοῦ δεῖ ἁπαλός τε καὶ καλός, οἷον οἱ πολλοὶ οἴονται, ἀλλὰ σκληρὸς καὶ αὐχμηρὸς καὶ ἀνυπόδητος καὶ ἄοικος,
    Έτσι, μια και ο Έρωτας είναι γιος του Πόρου και της Πενίας, νά σε ποιά κατάσταση βρίσκεται: πρώτα πρώτα σ᾽ όλη τη ζωή του είναι φτωχός, έπειτα (ποιός έχασε την τρυφερότητα και την ομορφιά για να τη βρει αυτός, καταπώς νομίζει ο πολύς κόσμος!) ίσα ίσα είναι σκληρός και ξερακιανός, ξυπόλυτος και άστεγος·
    Μετάφραση (2004): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος. @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 103 (102-104)
    αἰβοῖ, πονηροί γ᾽, οἶδα. τοὺς ἀλαζόνας, | τοὺς ὠχριῶντας, τοὺς ἀνυποδήτους λέγεις, | ὧν ὁ κακοδαίμων Σωκράτης καὶ Χαιρεφῶν.
    Πουφ! Είναι κάτι λέτσοι· ξέρω, ξέρω. | Μιλάς γι᾽ αυτούς τους κάτωχρους αγύρτες, τους ξυπόλυτους· | ένας, ο βλαμμένος Σωκράτης και μαζί κι ο Χαιρεφώντας.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
  2. που φοράει παλιά ή φθαρμένα παπούτσια

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία