νηλίπους
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νηλίπους < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίανηλίπους
- ξυπόλυτος, ανυπόδητος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 349 (347-349)
- ἀεὶ μεθ᾽ ἡμῶν δύσμορος πλανωμένη, | γερονταγωγεῖ, πολλὰ μὲν κατ᾽ ἀγρίαν | ὕλην ἄσιτος νηλίπους τ᾽ ἀλωμένη,
- μέρα και νύχτα σέρνεται μαζί μου η δύσμοιρη, | ενός γερόντιου οδηγός· περιπλανιέται σ᾽ άγρια δάση, | ξυπόλυτη πολλές φορές και νηστική·
- Μετάφραση (2004): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Μάξιμος ο εκ Τύρου, Dialexeis, 24.6.d, @scaife.perseus
- Εἰ δὲ καὶ σωμάτων ἀρετῇ τοὺς ἄνδρας κριτέον, καὶ ἀνδρείᾳ πόνων, ὀλίγοι μὲν τῷ στρατιώτῃ οἱ καιροὶ τοῦ πονεῖν, τῷ δὲ γεωργῷ διηνεκεῖς· ὑπαίθριος ἀεί, ἡλίῳ φίλος, συνήθης νιφετῶν, πεπηγώς, νηλίπους, αὐτουργός, εὔπνους, ὀξὺς δραμεῖν, ἰσχυρὸς φέρειν·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 349 (347-349)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἦλιψ
Πηγές
επεξεργασία- νηλίπους - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νηλίπους - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.