→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / νηλίπους τὸ νηλίπουν
      γενική τοῦ/τῆς νηλίποδος τοῦ νηλίποδος
      δοτική τῷ/τῇ νηλίπόδ τῷ νηλίποδ
    αιτιατική τὸν/τὴν νηλίποδ τὸ νηλίπουν
     κλητική ! νηλίπους νηλίπουν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ νηλίποδες τὰ νηλίποδ
      γενική τῶν νηλιπόδων τῶν νηλιπόδων
      δοτική τοῖς/ταῖς νηλίποσῐ(ν) τοῖς νηλίποσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς νηλίποδᾰς τὰ νηλίποδ
     κλητική ! νηλίποδες νηλίποδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ νηλίποδε τὼ νηλίποδε
      γεν-δοτ τοῖν νηλιπόδοιν τοῖν νηλιπόδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ταχύπους' όπως «ταχύπους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νηλίπους < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

νηλίπους

  • ξυπόλυτος, ανυπόδητος
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 349 (347-349)
    ἀεὶ μεθ᾽ ἡμῶν δύσμορος πλανωμένη, | γερονταγωγεῖ, πολλὰ μὲν κατ᾽ ἀγρίαν | ὕλην ἄσιτος νηλίπους τ᾽ ἀλωμένη,
    μέρα και νύχτα σέρνεται μαζί μου η δύσμοιρη, | ενός γερόντιου οδηγός· περιπλανιέται σ᾽ άγρια δάση, | ξυπόλυτη πολλές φορές και νηστική·
    Μετάφραση (2004): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
    ※  2ος κε αιώνας Μάξιμος ο εκ Τύρου, Dialexeis, 24.6.d, @scaife.perseus
    Εἰ δὲ καὶ σωμάτων ἀρετῇ τοὺς ἄνδρας κριτέον, καὶ ἀνδρείᾳ πόνων, ὀλίγοι μὲν τῷ στρατιώτῃ οἱ καιροὶ τοῦ πονεῖν, τῷ δὲ γεωργῷ διηνεκεῖς· ὑπαίθριος ἀεί, ἡλίῳ φίλος, συνήθης νιφετῶν, πεπηγώς, νηλίπους, αὐτουργός, εὔπνους, ὀξὺς δραμεῖν, ἰσχυρὸς φέρειν·

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία