Ετυμολογία

επεξεργασία
τετραποδίζω < αρχαία ελληνική τετραποδίζω < τετράπους

τετραποδίζω

  1. (αρχαιοπρεπές) μπουσουλώ
  2. (για άλογο) βαδίζω με τετραποδισμό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία