τετραποδίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τετραποδίζω < αρχαία ελληνική τετραποδίζω < τετράπους
Ρήμα
επεξεργασίατετραποδίζω
- (αρχαιοπρεπές) μπουσουλώ
- (για άλογο) βαδίζω με τετραποδισμό
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τετραποδίζω | τετραπόδιζα | θα τετραποδίζω | να τετραποδίζω | τετραποδίζοντας | |
β' ενικ. | τετραποδίζεις | τετραπόδιζες | θα τετραποδίζεις | να τετραποδίζεις | τετραπόδιζε | |
γ' ενικ. | τετραποδίζει | τετραπόδιζε | θα τετραποδίζει | να τετραποδίζει | ||
α' πληθ. | τετραποδίζουμε | τετραποδίζαμε | θα τετραποδίζουμε | να τετραποδίζουμε | ||
β' πληθ. | τετραποδίζετε | τετραποδίζατε | θα τετραποδίζετε | να τετραποδίζετε | τετραποδίζετε | |
γ' πληθ. | τετραποδίζουν(ε) | τετραπόδιζαν τετραποδίζαν(ε) |
θα τετραποδίζουν(ε) | να τετραποδίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τετραπόδισα | θα τετραποδίσω | να τετραποδίσω | τετραποδίσει | ||
β' ενικ. | τετραπόδισες | θα τετραποδίσεις | να τετραποδίσεις | τετραπόδισε | ||
γ' ενικ. | τετραπόδισε | θα τετραποδίσει | να τετραποδίσει | |||
α' πληθ. | τετραποδίσαμε | θα τετραποδίσουμε | να τετραποδίσουμε | |||
β' πληθ. | τετραποδίσατε | θα τετραποδίσετε | να τετραποδίσετε | τετραποδίστε | ||
γ' πληθ. | τετραπόδισαν τετραποδίσαν(ε) |
θα τετραποδίσουν(ε) | να τετραποδίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τετραποδίσει | είχα τετραποδίσει | θα έχω τετραποδίσει | να έχω τετραποδίσει | ||
β' ενικ. | έχεις τετραποδίσει | είχες τετραποδίσει | θα έχεις τετραποδίσει | να έχεις τετραποδίσει | ||
γ' ενικ. | έχει τετραποδίσει | είχε τετραποδίσει | θα έχει τετραποδίσει | να έχει τετραποδίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τετραποδίσει | είχαμε τετραποδίσει | θα έχουμε τετραποδίσει | να έχουμε τετραποδίσει | ||
β' πληθ. | έχετε τετραποδίσει | είχατε τετραποδίσει | θα έχετε τετραποδίσει | να έχετε τετραποδίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τετραποδίσει | είχαν τετραποδίσει | θα έχουν τετραποδίσει | να έχουν τετραποδίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία τετραποδίζω
|