μεζούρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεζούρα | οι | μεζούρες |
γενική | της | μεζούρας | των | μεζουρών |
αιτιατική | τη | μεζούρα | τις | μεζούρες |
κλητική | μεζούρα | μεζούρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μεζούρα < (άμεσο δάνειο) βενετική mesura
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμεζούρα θηλυκό (πληθυντικός : μεζούρες)
- είδος εύκαμπτου μέτρου που χρησιμοποιούν συνήθως οι ράφτες
- (μαγειρική) οποιοδήποτε δοχείο πρόκειται να χρησιμοποιηθεί σαν μονάδα
- χρησιμοποιούμε για μεζούρα ένα φλιτζανάκι του καφέ
- (μαγειρική) ποσότητα μιας μεζούρας (2)