πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -μετρος η -μετρη το -μετρο
      γενική του -μετρου της -μετρης του -μετρου
    αιτιατική τον -μετρο τη(ν) -μετρη το -μετρο
     κλητική -μετρε -μετρη -μετρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -μετροι οι -μετρες τα -μετρα
      γενική των -μετρων των -μετρων των -μετρων
    αιτιατική τους -μετρους τις -μετρες τα -μετρα
     κλητική -μετροι -μετρες -μετρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  • -μετρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)