↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίμετρος η δίμετρη το δίμετρο
      γενική του δίμετρου της δίμετρης του δίμετρου
    αιτιατική τον δίμετρο τη δίμετρη το δίμετρο
     κλητική δίμετρε δίμετρη δίμετρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίμετροι οι δίμετρες τα δίμετρα
      γενική των δίμετρων των δίμετρων των δίμετρων
    αιτιατική τους δίμετρους τις δίμετρες τα δίμετρα
     κλητική δίμετροι δίμετρες δίμετρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δίμετρος < δί- + -μετρος

  Επίθετο

επεξεργασία

δίμετρος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) αυτός που έχει ύψος δυο μέτρα
  2. (μεταφορικά) αυτός που είναι πολύ ψηλός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία