↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νανόμετρο τα νανόμετρα
      γενική του νανόμετρου
νανομέτρου
των νανόμετρων
νανομέτρων
    αιτιατική το νανόμετρο τα νανόμετρα
     κλητική νανόμετρο νανόμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νανόμετρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική nanometre < αρχαία ελληνική νᾶνος + μέτρον

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /naˈno.me.tɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: να‐νό‐με‐τρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νανόμετρο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία