νανοσωματίδιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νανοσωματίδιο | τα | νανοσωματίδια |
γενική | του | νανοσωματίδιου & νανοσωματιδίου |
των | νανοσωματίδιων & νανοσωματιδίων |
αιτιατική | το | νανοσωματίδιο | τα | νανοσωματίδια |
κλητική | νανοσωματίδιο | νανοσωματίδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νανοσωματίδιο (νεολογισμός) < νανο- + σωματίδιο, ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική nanoparticle)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίανανοσωματίδιο ουδέτερο
- (φυσική, νεολογισμός) μικροσκοπικό σωματίδιο, μικρότερο από 100 νανόμετρα (nm)
Συγγενικά
επεξεργασία- νανοσωματιδιακός
- → δείτε τις λέξεις νάνος, σωματίδιο και σώμα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νανοσωματίδιο
|
Πηγές
επεξεργασία- νανοσωματίδια - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- νανοσωματίδιο - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr