νανοσωματιδιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νανοσωματιδιακός < νανοσωματίδιο + -ακός
Επίθετο
επεξεργασίανανοσωματιδιακός
- (νεολογισμός) (φυσική) που έχει σχέση με νανοσωματίδιο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις νανοσωματίδιο, νάνος, σωματίδιο και σώμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία νανοσωματιδιακός
|