Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η μετρολόγος οι μετρολόγοι
      γενική του/της μετρολόγου των μετρολόγων
    αιτιατική τον/τη μετρολόγο τους/τις μετρολόγους
     κλητική μετρολόγε μετρολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μετρολόγος επιθεωρεί με μικρόμετρο τις προδιαγραφές πυροσωλήνα.

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετρολόγος < μέτρο + -ο- + -λόγος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετρολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία