χιλιοστόμετρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χιλιοστόμετρο | τα | χιλιοστόμετρα |
γενική | του | χιλιοστόμετρου & χιλιοστομέτρου |
των | χιλιοστόμετρων & χιλιοστομέτρων |
αιτιατική | το | χιλιοστόμετρο | τα | χιλιοστόμετρα |
κλητική | χιλιοστόμετρο | χιλιοστόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχιλιοστόμετρο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία χιλιοστόμετρο