Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετρολογικός η μετρολογική το μετρολογικό
      γενική του μετρολογικού της μετρολογικής του μετρολογικού
    αιτιατική τον μετρολογικό τη μετρολογική το μετρολογικό
     κλητική μετρολογικέ μετρολογική μετρολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετρολογικοί οι μετρολογικές τα μετρολογικά
      γενική των μετρολογικών των μετρολογικών των μετρολογικών
    αιτιατική τους μετρολογικούς τις μετρολογικές τα μετρολογικά
     κλητική μετρολογικοί μετρολογικές μετρολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετρολογικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική métrologique[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική metrological[1] < αρχαία ελληνική μέτρον + λέγω

  Επίθετο επεξεργασία

μετρολογικός -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 μετρολογικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)