μετρονομικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μετρονομικός < μετρονόμος / μετρονομία + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαμετρονομικός
- που έχει σχέση με τη μετρονομία ή τον μετρονόμο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία μετρονομικός
|