βασική μονάδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βασική μονάδα < → δείτε τις λέξεις βασικός και μονάδα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική base unit
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
βασική μονάδα
- (φυσική) base unit: βλ. συνώνυμο: θεμελιώδης μονάδα