Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μm
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Διαγλωσσικοί όροι
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
μm
<
αρχαία ελληνική
μικρόν
+
αγγλική
meter
<
αρχαία ελληνική
μέτρον
Σύμβολο
επεξεργασία
μm
ουδέτερο
(
μονάδα μέτρησης
)
μικρόμετρο