μετρογραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μετρογραφία θηλυκό
- άλλη μορφή του μετρολογία
- η καταγραφή κάποιων μετρήσεων και η σχετική τεχνική
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μετρογραφία
|