Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μετρογραφία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μετρογραφί
α
οι
μετρογραφί
ες
γενική
της
μετρογραφί
ας
των
μετρογραφι
ών
αιτιατική
τη
μετρογραφί
α
τις
μετρογραφί
ες
κλητική
μετρογραφί
α
μετρογραφί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μετρογραφία
<
μέτρο
+
-ο-
+
-γραφία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μετρογραφία
θηλυκό
άλλη μορφή
του
μετρολογία
η
καταγραφή
κάποιων
μετρήσεων
και η σχετική
τεχνική
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μετρογραφία